- αγελαδινός
- και γελαδινός, -ή, -ό [αγελάδα]ο αγελαδήσιος*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ινός — κατάλ. πολλών επιθέτων τής ελληνικής η οποία απαντά ήδη από τους ομηρικούς χρόνους και αποτελεί επαυξημένη μορφή τής κατάλ. νος (< IE * no ). Η κατάλ. ινός εμφανίζεται σε επίθετα που προέρχονται από ουσ. ή επιρρ. και σχηματίστηκε με απόσπαση… … Dictionary of Greek
αγελάδα — Ζώο της οικογένειας των βοοειδών της τάξης των αρτιοδακτύλων. Το αρσενικό της λέγεται ταύρος. Το ανάστημά της είναι μικρότερο από του αλόγου και το σώμα της βαρύ και εύρωστο. Έχει κεφάλι κοντό σε σχέση με το σώμα της, με πλατιά ρουθούνια που… … Dictionary of Greek
αγελαδήσιος — και γελαδήσιος ια, ιο [αγελάδα] ο σχετικός με την αγελάδα ή αυτός που προέρχεται από αυτήν, αγελαδινός … Dictionary of Greek
βατσίνα — η 1. η δαμαλίς, το εμβόλιο κατά της ευλογιάς 2. ο δαμαλισμός, ο εμβολιασμός 3. η ουλή που απομένει στο δέρμα από τον δαμαλισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. vaccina < λατ. vaccinus «αγελαδινός» (< λατ. vacca «αγελάδα»)] … Dictionary of Greek
γελαδινός — ή, ό και δήσιος, α, ο αυτός που προέρχεται από αγελάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. αγελαδινός] … Dictionary of Greek
γελαδινός, -ή — ό αγελαδινός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)